επίσκοπος

επίσκοπος
Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής κοινότητας απαντάται στην Καινή Διαθήκη, κυρίως όμως απαντάται στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας (τέλη 2ου αι.) με τη συγκεκριμένη σημασία που διατηρείται μέχρι σήμερα. Οι ε. της χριστιανικής Εκκλησίας είναι κληρικοί με εντελώς ειδική εξουσία, που ανάγεται στο θείο δίκαιο. Διάδοχοι των Αποστόλων, έχουν λάβει από αυτούς την τριπλή εξουσία που τους χορήγησε ο Ιησούς: να διδάσκουν, δηλαδή να διαδίδουν την πίστη, να αγιάζουν με τη χορήγηση των αγίων μυστηρίων και των ιεροτελεστιών και να διοικούν την Εκκλησία. Οι εξουσίες αυτές συμπίπτουν με τα τρία αξιώματα του Ιησού: το Προφητικό (διδασκαλία), το Αρχιερατικό (αγιασμός) και το Βασιλικό (διοίκηση). Η διοικητική εξουσία των ε. περιορίζεται κυρίως στην επισκοπή τους, μέσα στην οποία έχουν κάθε νομοκανονική δικαιοδοσία και μπορούν να ορίσουν νόμους και κανόνες εκκλησιαστικής φύσης και να ασκήσουν δικαστική εξουσία· γενικά, αποτελούν την κεφαλή της Εκκλησίας. Αυτή η απόλυτη εξουσία τους δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά έχει προϊστάμενη αρχή την Ιερά Σύνοδο, στην οποία λογοδοτούν. Εκτός από τους κατά τόπους ε., υπάρχουν και οι βοηθοί ε. που δεν έχουν επισκοπική περιφέρεια, αλλά φέρουν τον τίτλο επισκοπών οι οποίες έχουν πάψει να υπάρχουν. Στις προτεσταντικές Εκκλησίες, ο βαθμός του ε. διατηρήθηκε σε μερικές λουθηρανικές Εκκλησίες. Στον αγγλικανισμό και στην Επισκοπαλική Εκκλησία οι ε. αποτελούν την κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Χειροτονία 12 νέων επισκόπων στο Βατικανό, τον Ιανουάριο του 2003· οι επίσκοποι διακρίνονται πεσμένοι μπροστά στον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ (φωτ. ΑΠΕ). Ο επίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος προσέρχεται σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, τον Φεβρουάριο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο (AM ἐπίσκοπος, Α και επίθ. ἐπίσκοπος, -ον)
αρχιερέας που κατέχει τον υψηλότερο βαθμό τής ιερωσύνης, κατά την εκκλησιαστική παράδοση διάδοχος και συνεχιστής τού έργου τών αποστόλων
αρχ.
1. αυτός που πετυχαίνει τον στόχο («ἐπίσκοπος ὀϊστῶν»)
2. ταιριαστός («ἄτης τόδ’ ἐπίσκοπον μέλος», Σοφ.)
3. το αρσ. ως ουσ. α) φύλακας, σκοπός
β) πολιούχος θεός
γ) κατάσκοπος («Τρώεσσιν ἐπίσκοπον»)
δ) δημόσιος λειτουργός στην αρχαία Αθήνα με αρμοδιότητες για προσωρινή διοίκηση υποτελών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής
πιθ. από τη φράση επί σκοπόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσκοπος — 1 one who watches over masc nom sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσκοπος — επίσκοπος, ο και πίσκοπος, ο τίτλος ανώτατου εκκλησιαστικού λειτουργού, αρχιερέας, ιεράρχης, δεσπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νικόλαος, επίσκοπος Κίτρους — (Στενήμαχος 1840 – Αθήνα 1882). Κληρικός, λόγιος και πατριώτης από την Ανατολική Ρωμυλία. Σπούδασε στην Αθήνα (1853 56, 1858 66), δίδαξε στη Φιλιππούπολη (1867 71), στα Χανιά (1872) και στην Κωνσταντινούπολη (1873). Το 1875 χειροτονήθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισκόπω — ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc nom/voc/acc dual ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc gen sg (doric aeolic) ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκοπώτερον — ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc acc comp sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark neut nom/voc/acc comp sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκόπως — ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc acc pl (doric) ἐπίσκοπος 2 hitting the mark adverbial ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσκοπον — ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc acc sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem acc sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …   Dictionary of Greek

  • Ραββουλάς — Επίσκοπος Έδεσσας της Συρίας. Γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, το δεύτερο μισό του 4ου αι. Το 400 περίπου έγινε μοναχός και το 411 επίσκοπος. Καταπολέμησε τους αιρετικούς οι οποίοι προκαλούσαν ταραχές στην εκκλησία της Έδεσσας, ανακαίνισε και… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισκοπώτατα — ἐπίσκοπος 2 hitting the mark adverbial superl ἐπίσκοπος 2 hitting the mark neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”